νοσηλός

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσηλός Medium diacritics: νοσηλός Low diacritics: νοσηλός Capitals: ΝΟΣΗΛΟΣ
Transliteration A: nosēlós Transliteration B: nosēlos Transliteration C: nosilos Beta Code: noshlo/s

English (LSJ)

νοσηλή, νοσηλόν, morbid, ὑγρόν Hp.Loc.Hom.10; diseased, v.l. for νοσηρός (q.v.). Adv. Comp. νοσηλότερον = with a sickly tendency, Id.Epid.6.6.8, Aph.6.2 (v.l. νοσηρότερον).

Greek (Liddell-Scott)

νοσηλός: -ή, -όν, νοσῶν, νοσηρός, ἀσθενής, νοσηλότερον ὀστέον Ἱππ. 817G. - Ἐπίρρ. νοσηλῶς, νοσηρῷ τῷ τρόπῳ, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 604C.

Greek Monolingual

νοσηλός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που προξενεί ασθένεια
2. ασθενής.
επίρρ...
νοσηλῶς (Α)
με νοσηρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + επίθημα -ηλός (πρβλ. καπνηλός, τρυφηλός)].

German (Pape)

krank, im Kompar., Hippocr., zweifelhaft.