νυκτερευτικός

Revision as of 13:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A fit for hunting by night, κύνες X.Mem.3.11.8.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερευτικός: -ή, -όν, ὁ κατάλληλος πρὸς τὴν διὰ νυκτὸς θήραν, κύων Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à chasser la nuit.
Étymologie: νυκτερεύω.

Greek Monolingual

νυκτερευτικός, -ή, -όν (Α) νυκτερεύω
κατάλληλος για νυχτερινό κυνήγι («νυκτερευτικοὶ κύνες, Ξεν.).

Greek Monotonic

νυκτερευτικός: -ή, -όν, κατάλληλος για κυνήγι τη νύχτα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

νυκτερευτικός: пригодный для ночной охоты (κύων Xen.).

Middle Liddell

νυκτερευτικός, ή, όν
fit for hunting by night, Xen.