ου, ὁ, A = στρίγλος, Hsch. (νυκτοβόα cod.).
νυκτιβόας, ὁ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «στρίγλοςκαλεῑται δὲ καὶ νυκτοβόα, οἱ δὲ νυκτοκόρακα».[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + βόας (< βοῶ), πρβλ. τηλε-βόας].