νυκτιβόας

Revision as of 13:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ου, ὁ,    A = στρίγλος, Hsch. (νυκτοβόα cod.).

Greek Monolingual

νυκτιβόας, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «στρίγλος
καλεῑται δὲ καὶ νυκτοβόα, οἱ δὲ νυκτοκόρακα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + βόας (< βοῶ), πρβλ. τηλε-βόας].