νυκτιβόας

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐβόας Medium diacritics: νυκτιβόας Low diacritics: νυκτιβόας Capitals: ΝΥΚΤΙΒΟΑΣ
Transliteration A: nyktibóas Transliteration B: nyktiboas Transliteration C: nyktivoas Beta Code: nuktibo/as

English (LSJ)

-ου, ὁ, = στρίγλος, Hsch. (νυκτοβόα cod.).

Greek Monolingual

νυκτιβόας, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «στρίγλος
καλεῖται δὲ καὶ νυκτοβόα, οἱ δὲ νυκτοκόρακα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + βόας (< βοῶ), πρβλ. τηλεβόας].