στρίγλος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, = νυκτικόραξ (long-eared owl, night-raven), Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
στρίγλος: ὁ, μάγος, γόης, καὶ στρίγλα, ἡ, μάγισσα· ἴδε Δουκάγγ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στρίγλος· τὰ ἐντὸς τοῦ κέρατος: νυκτίφοιτον, καλεῖται δὲ καὶ νυκτοβόα. οἱ δὲ νυκτοκόρακα».
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
μσν.
μάγος, γόης
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «νυκτικόραξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του αρχ. στρίγξ (βλ. λ. στριξ)].