οἰκηματικός

Revision as of 13:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A of a dwelling-house or room, D.L.5.55.

German (Pape)

[Seite 300] zum Hause oder Zimmer gehörig, D. L. 5, 55.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκημᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς οἴκημα, τῶν οἰκηματικῶν σκευῶν Διογ. Λ. 5. 55.

Greek Monolingual

οἰκηματικός, -ή, -όν (Α) οίκημα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οίκημα, στην οικία («τῶν οἰκηματικῶν σκευῶν», Διογ. Λαέρτ.).

Russian (Dvoretsky)

οἰκημᾰτικός: относящийся к дому, домашний (σκεύη Diog. L.).