οἰκότως

Revision as of 14:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Ion. for ἐοικότως,    A reasonably, probably, Hdt.2.25, 7.50.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκότως: Ἰων. ἀντὶ ἐοικότως, ἐπίρρ. μετοχ. πρκμ. τοῦ οἰκὼς (ἀντὶ ἐοικώς), λογικῶς, πιθανῶς, Ἡρόδ. 2. 25., 7. 50.

French (Bailly abrégé)

adv.
ion. c. ἐοικότως.

Greek Monolingual

οἰκότως (Α)
(επίρρ. ιων. τ. αντί ἐοικότως) πιθανώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐοικότως (βλ. λ. έοικα)].

Greek Monotonic

οἰκότως: Ιων. επίρρ., από μτχ. παρακ. του οἰκώς (αντί ἐοικώς), εύλογα, πιθανόν, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκότως: adv. ион. = ἐοικότως.

Middle Liddell

[ionic adv. part. perf. of οἰκώς for ἐοικώς
reasonably, probably, Hdt.