παιδεραστικός

Revision as of 14:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A of or for παιδεραστία, Luc.Dom.4.

German (Pape)

[Seite 439] ή, όν, die Knabenliebe betreffend, τὰ παιδεραστικὰ συνεισόμεναι, Luc. de dom. 4.

Greek (Liddell-Scott)

παιδεραστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παιδεραστίαν, Λουκ. Οἶκος 4.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α παιδεραστικός, -ή, -όν) παιδεραστής
ο σχετικός με την παιδεραστία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδεραστικός -ή -όν [παιδεραστία] pederastisch; subst. τὰ παιδεραστικά pederastie.

Russian (Dvoretsky)

παιδεραστικός: Luc. adj. к παιδεραστής.