παναυγής

Revision as of 14:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A allbright, radiant, Orph.H.10.3.

German (Pape)

[Seite 457] ές, allleuchtend, Orph. H. 9, 3; VLL. πάνυ λαμπρός.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰναυγής: -ές, ὅλως λάμπων, πάνυ λαμπρός, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 3.

Greek Monolingual

παναυγής, -ές (Α)
(ποιητ. λ.) αυτός που λάμπει παντού, ολοφώτεινος, ολόλαμπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -αυγής (< αὐγή)].