παλαιότροπος

Revision as of 14:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A old-fashioned, χαρακτήρ Iamb.VP23.103; βωμοί Nicom.Ar.2.16.

German (Pape)

[Seite 445] von alterthümlicher Sitte, Art, Iambl. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιότροπος: -ον, ὁ κατὰ παλαιὸν τρόπον ὢν ἢ πεποιημένος, «χαρακτὴρ (τῆς διδασκαλίας) π. ὤν». «βωμοὶ παλαιότροποι» Ἰάμβλ. ἐν βίῳ Πυθ. 23, Νικομ. Θεολ. Ἀριθμ. 2, σ. 129, ἔκδ. Ast. - οὐσιαστ. παλαιοτροπία, Εὐστ. 531. 40.

Greek Monolingual

παλαιότροπος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατασκευασμένος σύμφωνα με τους αρχαίους τρόπους, με τις παλιές συνήθειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -τρόπος (< τρόπος < τρέπω)].