παρίπταμαι

Revision as of 15:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A = παραπέτομαι, Diog.Oen.25, Aesop.140.

German (Pape)

[Seite 523] (s. ἵπταμαι), bei späteren Schriftstellern Nebenform von παραπέτομαι, vorbeifliegen, ἢν μυῖα παραπτῇ, Mel. 41 (XII, 70); auch = übertreffen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρίπταμαι: μεταγεν. τύπος τοῦ παραπέτομαι, Μελέαγρ. 41, Φιλόστρ. 739, κλ.

Greek Monolingual

Α
παραπέτομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἵπταμαι «πετώ»].

Russian (Dvoretsky)

παρίπταμαι: пролетать мимо Anth.