παρανεύω

Revision as of 15:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A incline to one side, Hippiatr.33 ; παρανενευκότα τοὺς ὀφθαλμούς Anatoliusin Cat.Cod.Astr.8(3).188.

Greek (Liddell-Scott)

παρανεύω: νεύω, κλίνω πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, Ἱππιατρ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
νεοελλ.
(αμτβ.) γέρνω πότε στο ένα και πότε στο άλλο μέρος, εκτελώ παλινδρομική κίνηση, ταλαντεύομαι («παρανεύουσα ατμομηχανή» — μηχανή χωρίς διωστήρα της οποίας ο κύλινδρος κινείται ελεύθερα γύρω από δύο στροφείς οι οποίοι στηρίζονται σε έδρανα)
μσν.-αρχ.
νεύω, κλίνω προς το άλλο μέρος.