πατροκασίγνητος

Revision as of 15:42, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A father's brother, Il.21.469, Od.6.330, 13.342, Hes. Th.501.

German (Pape)

[Seite 536] ὁ, Vaters Bruder, Oheim, Il. 21, 469 Od. 13, 342; Hes. Th. 501; sp. D., wie Orph. Arg. 832.

Greek (Liddell-Scott)

πατροκᾰσίγνητος: ὁ, ὁ τοῦ πατρὸς ἀδελφός, Ἰλ. Φ. 469, Ὀδ. Ζ. 330, Ν. 342, Ἡσ. Θ. 510. πρβλ. πατράδελφος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
oncle paternel.
Étymologie: πατήρ, κασίγνητος.

English (Autenrieth)

father's brother, uncle. (Od. and Il. 21.469.)

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο αδελφός του πατέρα, ο θείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + κασίγνητος «αδελφός»].

Greek Monotonic

πατροκᾰσίγνητος: ὁ, αδελφός του πατέρα, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

πατροκᾰσίγνητος: ὁ брат отца, дядя с отцовской стороны Hom., Hes.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πατροκασίγνητος -ου, ὁ [πατήρ, κασίγνητος] oom (van vaderskant).

Middle Liddell

πατρο-κᾰσίγνητος, ὁ,
a father's brother, Hom., Hes.