πελαγισμός

Revision as of 15:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A being at sea, Alciphr.2.4(pl.).

German (Pape)

[Seite 548] ὁ, = ναυσία, Seekrankheit, gew. im plur., Alciphr. 2, 4. Auch πελάγισμα, Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

πελᾰγισμός: ὁ, κλυδωνισμὸς ἐν τῷ πελάγει, ἐν τῷ πληθ., Ἀλκίφρων 2. 4.

Greek Monolingual

ὁ, Α πελαγίζω
1. ο κλυδωνισμός, το κούνημα που γίνεται στο πέλαγος
2. η ναυτία, η ζάλη που προέρχεται από τον κλυδωνισμό στο πέλαγος.