πελαγισμός
English (LSJ)
ὁ, A being at sea, Alciphr.2.4(pl.).
German (Pape)
[Seite 548] ὁ, = ναυσία, Seekrankheit, gew. im plur., Alciphr. 2, 4. Auch πελάγισμα, Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
πελᾰγισμός: ὁ, κλυδωνισμὸς ἐν τῷ πελάγει, ἐν τῷ πληθ., Ἀλκίφρων 2. 4.
Greek Monolingual
ὁ, Α πελαγίζω
1. ο κλυδωνισμός, το κούνημα που γίνεται στο πέλαγος
2. η ναυτία, η ζάλη που προέρχεται από τον κλυδωνισμό στο πέλαγος.