πελαγισμός

From LSJ

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελᾰγισμός Medium diacritics: πελαγισμός Low diacritics: πελαγισμός Capitals: ΠΕΛΑΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: pelagismós Transliteration B: pelagismos Transliteration C: pelagismos Beta Code: pelagismo/s

English (LSJ)

ὁ, being at sea, Alciphr.2.4(pl.).

German (Pape)

[Seite 548] ὁ, = ναυσία, Seekrankheit, gew. im plur., Alciphr. 2, 4. Auch πελάγισμα, Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

πελᾰγισμός: ὁ, κλυδωνισμὸς ἐν τῷ πελάγει, ἐν τῷ πληθ., Ἀλκίφρων 2. 4.

Greek Monolingual

ὁ, Α πελαγίζω
1. ο κλυδωνισμός, το κούνημα που γίνεται στο πέλαγος
2. η ναυτία, η ζάλη που προέρχεται από τον κλυδωνισμό στο πέλαγος.