περίστομος

Revision as of 16:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A presenting a front all round, τετράπλευρον Ascl. Tact.11.6.

German (Pape)

[Seite 594] rings herum oder auf beiden Seiten, od. mehrere Oeffnungen habend, Ael. Tact.

Greek (Liddell-Scott)

περίστομος: -ον, (στόμα) ὁ παρουσιάζων πανταχόθεν στόμα ἤτοι μέτωπον, ἐπὶ στρατοῦ, Αἰν. Τακτ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει από παντού στόματα
2. (για στρατό) αυτός που έχει μέτωπα γύρω γύρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί-στομος].