περιμετωπίδιος

Revision as of 16:13, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A on the forehead, ἱδρώς Hp.Mul.2.171 (cod. θ).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται γύρω από το μέτωποπεριμετωπίδιος ἱδρώς», Ιπποκρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + μετωπίδιος (< μέτωπον)].