πεζοπορία

Revision as of 16:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A landjourney, Hdn.Epim.105.

German (Pape)

[Seite 542] ἡ, zu Fuße Gehen, Hdn. epimer. 105.

Greek (Liddell-Scott)

πεζοπορία: ἡ, ὁδοιπορία διὰ ξηρᾶς, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 105, Ἐκκλ.· -πορεία, Φωτ. Βίβλ. 183. 10, ἀλλ’ οὐχὶ ὀρθῶς.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πεζοπόρος
βάδισμα με τα πόδια, πορεία πεζή, περπάτημα
μσν.-αρχ.
ταξίδι στην ξηρά, οδοιπορία.