περιρρίπτω

Revision as of 16:18, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A cast around or over, μυίῃσι… χεῖρα prob. in Q.S.8.332 :—Pass., aor. 2 inf. περιρριφῆναι Sch.A.R.2.1210 ; to be thrown about, νεκρά, ὀστᾶ, Agath.2.1,23.

Greek Monolingual

Α
1. ρίχνω κάτι γύρω από κάτι άλλο ή πάνω σε κάτι άλλο
2. παθ. περιρ-, ρίπτομαι
ρίχνομαι γύρω, ολόγυρα, διασκορπίζομαι.