περιρρίπτω

From LSJ

ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιρρίπτω Medium diacritics: περιρρίπτω Low diacritics: περιρρίπτω Capitals: ΠΕΡΙΡΡΙΠΤΩ
Transliteration A: perirríptō Transliteration B: perirriptō Transliteration C: perirripto Beta Code: perirri/ptw

English (LSJ)

cast around or over, μυίῃσι… χεῖρα prob. in Q.S.8.332:—Pass., aor. 2 inf. περιρριφῆναι Sch.A.R.2.1210; to be thrown about, νεκρά, ὀστᾶ, Agath.2.1,23.

Greek Monolingual

Α
1. ρίχνω κάτι γύρω από κάτι άλλο ή πάνω σε κάτι άλλο
2. παθ. περιρ-, ρίπτομαι
ρίχνομαι γύρω, ολόγυρα, διασκορπίζομαι.