πετροβολία

Revision as of 17:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A stoning, X.An.6.6.15.

German (Pape)

[Seite 606] ἡ, das Werfen, Schleudern der Steine, mit Steinen, Xen. An. 6, 4, 15.

Greek (Liddell-Scott)

πετροβολία: ἡ, τὸ πετροβολεῑν, Ξεν. Ἀν. 6. 6, 15.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de lancer des pierres.
Étymologie: πετροβόλος.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ πετροβόλος
η βολή πετρών, η ρίψη λίθων κατά τη μάχη.

Greek Monotonic

πετροβολία: ἡ, λιθοβολισμός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πετροβολία: ἡ метание камней Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πετροβολία -ας, ἡ [πετροβόλος] het slingeren van stenen.

Middle Liddell

πετροβολία, ἡ,
a stoning, Xen. [from πετροβόλος