πετροβολία

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετροβολία Medium diacritics: πετροβολία Low diacritics: πετροβολία Capitals: ΠΕΤΡΟΒΟΛΙΑ
Transliteration A: petrobolía Transliteration B: petrobolia Transliteration C: petrovolia Beta Code: petroboli/a

English (LSJ)

ἡ, stoning, X.An.6.6.15.

German (Pape)

[Seite 606] ἡ, das Werfen, Schleudern der Steine, mit Steinen, Xen. An. 6, 4, 15.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de lancer des pierres.
Étymologie: πετροβόλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πετροβολία -ας, ἡ [πετροβόλος] het slingeren van stenen.

Russian (Dvoretsky)

πετροβολία:метание камней Xen.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ πετροβόλος
η βολή πετρών, η ρίψη λίθων κατά τη μάχη.

Greek Monotonic

πετροβολία: ἡ, λιθοβολισμός, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

πετροβολία: ἡ, τὸ πετροβολεῖν, Ξεν. Ἀν. 6. 6, 15.

Middle Liddell

πετροβολία, ἡ,
a stoning, Xen. [from πετροβόλος

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό πετροβόλοςπέτρα + βαλεῖν τοῦ βάλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πέτρα.