πηρίν

Revision as of 17:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

or πηρίς (both forms in Choerob. in An.Ox.2.248), ῖνος, ἡ,    A scrotum, Nic.Th.586, Antig. ap. Erot. (not found in text of Hp.); ἐλάφου πηρίς Hsch.

German (Pape)

[Seite 611] ὁ, auch πηρίς, ῖνος, ἡ, Saamenbeutel, Hodensack mit den Hoden, Nic. Th. 583; vgl. E. M. 671, 3 u. περίναιος, περίνεος.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
le scrotum.
Étymologie: πήρα.

Greek Monolingual

και πηρίς, -ῑνος, ἡ, Α
ο σάκος τών όρχεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πήρα «δερμάτινος σάκος» + επίθημα -ίν/-ίς (πρβλ. γλωχ-ίν/-ίς: γλώξ, γλῶχες, ῥηγμ-ίν/-ίς: ῥήγνυμι, σταμ-ῖνες: ἵστημι, στάμ-νος)].