περίναιος
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
περίναιος: -ον, ὁ πέριξ τοῦ ναοῦ, στοαὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 2125.
Greek Monolingual
περίνεον, το, ΝΜΑ, και περίναιον, τὸ, περίνεος και περίναιος, ὁ, Α
η περιοχή που αποτελεί τη βάση της ελάσσονος πυέλου, δηλαδή της μικρής λεκάνης, στο επίπεδο της οποίας βρίσκονται τα έξω γεννητικά όργανα και ο πρωκτός («μηροῦ δὲ καὶ γλουτοῦ τὸ ἐντός, περίνεος», Αριστοτ.)
αρχ.
1. (το αρσ. στον πληθ.) oἱ περίναιοι
τα ανδρικά γεννητικά όργανα
2. (το ουδ. εν.) τὸ περίναιον
το αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος της ανατομίας σχηματισμένος από την πρόθ. περί και το ρ. ἰνάω / ἰνέω «αδειάζω, καθαρίζω» με επίθημα -ιος (-εος) / -αιος. Δηλώνει το μέρος του σώματος από όπου γίνεται η αφόδευση, η εκκένωση του εντέρου].
Frisk Etymological English
(-εος)
Grammatical information: m.
Meaning: perinaeum, the space between the anus and the scrotum (medic., Arist.), pl. male genitals (Arist.). Doubtful byforms περινῳ̃ περινέῳ Gal.; περίνα (for πηρῖνα?) περίναιον. τὸ αἰδοῖον and περίνος τὸ αἰδοῖον ... η τὸ τῶν διδύμων δέρμα, ἤγουν ὁ ταῦρος H.
Other forms: -ον n.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Anatomical technical expression, from περί and ἰνάω, -έω make empty, with ιο- (εο-)suffix , so prop. "empting region". Meister KZ 32, 139ff. (in detail deviating and wrong); cf. on ἰνάω. The word was partly identified with πηρίς, -ίνα; s. πήρα.
Frisk Etymology German
περίναιος: (-εος)
{perínaios}
Forms: -ον n.
Grammar: m.,
Meaning: Perinäum, der Raum zwischen dem After und dem Hodensack (Mediz., Arist.), pl. männliche Geschlechtsteile (Arist.). Zweifelhafte Nebenformen περινῳ̃· περινέῳ Gal.; περίνα (für πηρῖνα?)· περίναιον. τὸ αἰδοῖον und περίνος· τὸ αἰδοῖον ... ἢ τὸ τῶν διδύμων δέρμα, ἤγουν ὁ ταῦρος H.
Etymology : Anatomischer Fachausdruck, von περί und ἰνάω, -έω ausleeren, mit ιο- (εο-) Suffix gebildet, also eig. "Ausleerungsgegend". Meister KZ 32, 139ff. (im einzelnen abweichend und verfehlt); vgl. zu ἰνάω. Das Wort wurde teilweise mit πηρίς, -ίνα zusammengeworfen; s. πήρα.
Page 2,513
Translations
perineum
Afrikaans: perineum; Albanian: perineum, nënvete; Arabic: عِجَان; Armenian: շեք; Azerbaijani: aralıq; Bengali: পেরিনিয়াম; Breton: perine, perineum; Bulgarian: перинеум; Catalan: perineu; Chinese Cantonese: 會陰, 会阴; Mandarin: 會陰, 会阴; Czech: hráz; Danish: mellemkød; Dutch: perineum, bilnaad; English: perineum, aintcha, bonch, choad, geish, gooch, grundle, guiche, nifkin, notcha, notcher, taint; Esperanto: perineo; Estonian: lahkliha; Finnish: väliliha; French: périnée; Galician: períneo; German: Perineum, Damm; Alemannic German: Griggele; Greek: περίνεο; Ancient Greek: ἀφεδρών, κοχώνη, περίναιον, περίναιος, περίνεον, περίνεος, πλιχάς, τράμις, ταῦρος, ὑποταύριον, ὑπόταυρος; Hebrew: חֵיץ הַנְּקָבַיִים; Hindi: मूलाधार; Hungarian: gát, perineum; Icelandic: spöng; Ido: perineo; Irish: gibidinic; Italian: perineo; Japanese: 会陰; Korean: 회음부(會陰部), 회음(會陰); Latin: perineum; Latvian: starpene; Lithuanian: tarpvietė; Low German: Damm, Perineum; Maori: huinga; Northern Sami: cahcaoažži; Norwegian: perineum; Bokmål: mellomkjøtt; Persian: میاندوراه, عجان, پرینه; Polish: krocze; Portuguese: períneo; Romanian: perineu; Russian: промежность; Serbo-Croatian Cyrillic: мѐђица; Roman: mèđica; Slovak: hrádza; Slovene: presrédek; Spanish: periné, perineo; Swahili: msamba; Swedish: mellangård, perineum, bäckenbotten; Tagalog: kulampang; Turkish: perine, apış arası; Ukrainian: промежина; Vietnamese: hội âm; Welsh: perinewm, perinëwm, gwerddyr