περιψυγμός

Revision as of 17:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A cold, chill, Pl.Ax.366d ; excessive cold, as a cause of injury, Cat.Cod.Astr.8(4).188 (pl.).

German (Pape)

[Seite 601] ὁ, = περίψυξις, Ggstz θάλπ ος, Plat. Ax. 366 d.

Greek (Liddell-Scott)

περιψυγμός: ὁ, = περίψυξις, Πλάτ. Ἀξίοχ. 366D.

Greek Monolingual

ὁ, Α περιψύχω
1. η περίψυξη, η αίσθηση της δροσιάς ή του ψύχους σε ολόκληρη την επιφάνεια
2. το υπερβολικό ψύχος που προκαλεί βλάβες.

Russian (Dvoretsky)

περιψυγμός: ὁ охлаждение, холод Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιψυγμός -οῦ, ὁ [περιψύχω] sterke afkoeling.