περίψυξις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A shivering, Hp.Prorrh. 1.134 (pl.), Ph.1.39, Herod.Med. ap. Orib.10.37.1, etc.
II chilling, cooling, Arist.Fr.231, Thphr. Ign.52, Chrysipp.Stoic. 2.222, Plu. 2.73c, etc.
German (Pape)
[Seite 601] ἡ, gänzliche Abkühlung, Erfrischung, oder Erkältung auf der Oberfläche oder an den äußersten Gliedern, Sp., wie Plut. oft, z. B. Symp. 6, 5.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
refroidissement à la surface ou aux extrémités.
Étymologie: περί, ψύχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίψυξις -εως, ἡ [περιψύχω] geneesk. afkoeling; rilling.
Russian (Dvoretsky)
περίψυξις: εως ἡ охлаждение (ἐγκαύσεις καὶ περιψύξεις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
περίψυξις: ἡ, ψῦξις κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, Λατιν. perfrictio, Ἱππ. Προρρ. 79. ΙΙ. ἡ ψῦξις, Θεοφρ. π. Πυρὸς 52, Πλούτ. 2. 73C, κτλ.
Greek Monolingual
-ύξεως, ἡ, Α περιψύχω
1. μεγάλη ψυχρότητα
2. τέλεια ψύξη, κατάψυξη, πάγωμα.