πλόκιος

Revision as of 17:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

α, ον,    A twined, v.l. for κλόπιος, Od.13.295; πλοκίη, epith. of φύσις, Orph.H.10.11 (prob.).

German (Pape)

[Seite 637] geflochten, verflochten, verwickelt, alte v. l. für κλόπιος, Od. 13, 295, welche die VLL. πεπλεγμένοι, σκολιοί erklären.

Greek (Liddell-Scott)

πλόκιος: -α, -ον, (πλέκω) πεπλεγμένος, συνεστραμμένος, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κλόπιος, Ὀδ. Ν. 295.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
entrelacé.
Étymologie: πλόκος.

Greek Monolingual

-α, -ον, Α πλόκος
1. αυτός που έχει πλεχθεί, πλεγμένος, στριφτός
2. (στους Ορφ. Ύμν.) προσωνυμία της φύσης.

Russian (Dvoretsky)

πλόκιος: хитросплетенный, запутанный (μῦθοι Hom. - v. l. κλόπιος).