πολυαλγής

Revision as of 17:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A very painful, Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr. 1.112, Orph.H.67.2.

German (Pape)

[Seite 659] ές, sehr schmerzend, Orph. H. 66, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πολυαλγής: -ές, λίαν ἀλγεινός, Ὀρφ. Ὕμν. 66, 2, Χρησμ. Σιβ. 4. 9.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που προξενεί πολύ πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αλγής (< ἄλγος «πόνος»), πρβλ. βαρυ-αλγής].