πολυθεΐα

Revision as of 18:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A polytheism, Ph.1.609, Procop.Arc.19, Aed.6.2.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠθεΐα: ἡ, ἡ λατρεία πολλῶν θεῶν, Χρησμ. Σιβ. 2 (ἐν τῇ ἐπιγραφ.), Ἐκκλ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πολύθεος
θρησκειολ. η πίστη σε πολλούς θεούς, η λατρεία πολλών θεών, πολυθεϊσμός.