προβαθύς

Revision as of 18:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ύ,    A very deep, A.R.4.283 (v.l. προβαθής).

German (Pape)

[Seite 709] ύ, sehr tief, ποταμός, Ap. Rh. 4, 282, Ggstz προβραχύς.

Greek (Liddell-Scott)

προβαθύς: ύ, λίαν βαθύς, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 283· ἀντίθετον τῷ προβραχύς.

Greek Monolingual

-ύ, δ. ανάγν. αρσ. προβαθής, Α
1. ο πολύ βαθύς
2. (το ουδ. συγκριτ. ως επίρρ.) προβαθέστερον
πολύ πιο βαθιά.