προβαθύς
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 709] ύ, sehr tief, ποταμός, Ap. Rh. 4, 282, Ggstz προβραχύς.
Greek (Liddell-Scott)
προβαθύς: ύ, λίαν βαθύς, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 283· ἀντίθετον τῷ προβραχύς.
Greek Monolingual
-ύ, δ. ανάγν. αρσ. προβαθής, Α
1. ο πολύ βαθύς
2. (το ουδ. συγκριτ. ως επίρρ.) προβαθέστερον
πολύ πιο βαθιά.