προκατακρίνω

Revision as of 18:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῑ],    A form a prejudgement of, τῶν ἀνθρωπείων τὴν ἀδηλότητα Plu.2.112d; reject in comparison with, f.l. in AP12.207 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 728] wider Einen urtheilen, von Jem. etwas Böses denken, erwarten, τῶν ἀνθρωπείων τὴν ἀδηλότητα, Plut. Consol. ad Apollon. p. 344.

Greek (Liddell-Scott)

προκατακρίνω: [ῑ], κατακρίνω ἐκ τῶν προτέρων, τῶν ἀνθρωπείων τὴν ἀδηλότητα Πλούτ. 2. 112C.

French (Bailly abrégé)

condamner d’avance, porter d’avance un jugement défavorable sur ou contre, acc..
Étymologie: πρό, κατακρίνω.
Par. προκαταγιγνώσκω.

Greek Monolingual

Α κατακρίνω
1. κατηγορώ, κατακρίνω κάποιον ή κάτι εκ τών προτέρων, από πρόληψη ως κακό
2. κατακρίνω κάτι σε σύγκριση με κάτι άλλο.

Russian (Dvoretsky)

προκατακρίνω: (ῑ) заранее судить, заранее ожидать, предчувствовать (προσδοκᾶν καὶ προκατακεκρικέωαι τι Plut.).