προκατακόπτω

Revision as of 18:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A cut up beforehand, Antiph.230.7: metaph., cut to pieces, massacre first, πολλούς Eun.VSp.480B.

German (Pape)

[Seite 728] vorher zerschlagen, βοῦν, schlachten, Antiphan. bei Ath. I, 5 a.

Greek (Liddell-Scott)

προκατακόπτω: κατακόπτω πρότερον, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 5.

Greek Monolingual

Α
1. κατακόβω, κατακομματιάζω εκ τών προτέρων
2. μτφ. φονεύω, σκοτώνω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κατακόπτω «κατακομματιάζω, πετσοκόβω, σφάζω»].