προοικονομία
English (LSJ)
ἡ, A prefatory summary, Hdn.Fig.p.103 S., Donat.ad Ter.Eun.719, Serv.ad Verg.A.1.226, al., Eust.16.7 (pl.).
German (Pape)
[Seite 737] ἡ, vorhergehende Einrichtung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προοικονομία: ἡ, προτέρα διευθέτησις, προδιάθεσις, προοικονομία ἐστὶν ἡ τὰ μέλλοντα διατίθεσθαι προπαρασκευάζουσα λέξις Ρήτορες (Walz) 8. 608, Εὐστ. 16. 7.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ προοικονομῶ
η διευθέτηση εκ τών προτέρων, η προετοιμασία σχεδίου που ακολουθείται στη συνέχεια.