προμάντευμα

Revision as of 19:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό,    A prediction, Ael.Fr.329.    2 presentiment, Mich.in PN77.10.

German (Pape)

[Seite 733] τό, Weissagung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προμάντευμα: τό, πρόρρησις, προφητεία, Σουΐδ. ἐν λ. τόνον, Βυζ.

Greek Monolingual

τὸ, ΝΜΑ, και προμάντεμα, Ν προμαντεύω
πρόρρηση, προφητεία
νεοελλ.-μσν.
προαίσθηση.