προκαταρχή

Revision as of 19:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A origin, περὶ τῆς τοῦ ἀθρόου π., title of work by Zeno Epicureus, Phld.Herc.1005.7.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. η πρώτη αρχή, καταγωγή, προέλευση
2. τίτλος έργου του επικουρείου Ζήνωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταρχή «αρχή, έναρξη»].