προσεπικρούω

Revision as of 19:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A strike against besides, λίθους πρὸς τὰ σκεύη D.C.36.49.

German (Pape)

[Seite 761] (s. κρούω), noch dazu darauf, daran schlagen, τὶ πρός τι, D. Cass. 36, 32.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπικρούω: ἐπικρούω προσέτι, τι πρός τι Δίων Κάσ. 36. 32.

Greek Monolingual

Α ἐπικρούω
χτυπώ κάτι επάνω σε κάτι επί πλέον («οἱ δὲ καὶ λίθους πρὸς τὰ χαλκᾱ σκεύη προσεπέκρουσαν», Δίων Κάσσ.).