προσεπικρούω
From LSJ
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
strike against besides, λίθους πρὸς τὰ σκεύη D.C.36.49.
German (Pape)
[Seite 761] (s. κρούω), noch dazu darauf, daran schlagen, τὶ πρός τι, D. Cass. 36, 32.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπικρούω: ἐπικρούω προσέτι, τι πρός τι Δίων Κάσ. 36. 32.
Greek Monolingual
Α ἐπικρούω
χτυπώ κάτι επάνω σε κάτι επί πλέον («οἱ δὲ καὶ λίθους πρὸς τὰ χαλκᾱ σκεύη προσεπέκρουσαν», Δίων Κάσσ.).