προχωρητικός

Revision as of 19:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,=    A προφορικός, λόγος Numen. ap. Lyd.Mens. 4.80.

German (Pape)

[Seite 800] ή, όν, zum Fortschreiten, zum Fortgange od. zum Gedeihen gehörig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προχωρητικός: -ή, -όν, = προφορικός, Ἰω. Λυδ. περὶ Μην. 4. 53.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προχωρητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προχωρῶ
νεοελλ.
φρ. «προχωρητική συλλογιστική σειρά» — η σειρά που αποτελείται από πολλούς συλλογισμούς, οι οποίοι προχωρούν από τον λόγο προς την ακολουθία
μσν.-αρχ.
(για λόγο) προφορικός.