προχωρητικός

From LSJ

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προχωρητικός Medium diacritics: προχωρητικός Low diacritics: προχωρητικός Capitals: ΠΡΟΧΩΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prochōrētikós Transliteration B: prochōrētikos Transliteration C: prochoritikos Beta Code: proxwrhtiko/s

English (LSJ)

προχωρητική, προχωρητικόν, = προφορικός, λόγος Numen. ap. Lyd.Mens. 4.80.

German (Pape)

[Seite 800] ή, όν, zum Fortschreiten, zum Fortgange od. zum Gedeihen gehörig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προχωρητικός: -ή, -όν, = προφορικός, Ἰω. Λυδ. περὶ Μην. 4. 53.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προχωρητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προχωρῶ
νεοελλ.
φρ. «προχωρητική συλλογιστική σειρά» — η σειρά που αποτελείται από πολλούς συλλογισμούς, οι οποίοι προχωρούν από τον λόγο προς την ακολουθία
μσν.-αρχ.
(για λόγο) προφορικός.