πυξίον

Revision as of 21:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A tablet of boxwood for painting on, Anaxandr.13, Amphis 51; for writing on, Ar.Fr.845, Luc.Ind.15.    II list, hence section, division, τῷ ὀγδόῳ πυξίῳ τῆς γερουσίας Judeich Altertümer von Hierapolis No.278.3, cf. 209.7 (prob.), 234.4 (pl.).

German (Pape)

[Seite 818] τό, dim. von π υξίς, bes. Schreibtafel von Burbaunholz, Luc. adv. ind. 15; LXX; auch zum Malen, Hagias in B. A. 113.

Greek (Liddell-Scott)

πυξίον: τό, πινακὶς ἐκ ξύλου πύξου, ἐφ’ ἦς ἐζωγράφουν, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ζωγράφῳ» 1, πρβλ. Α. Β. 113 ἔνθα: «πυξίον: ὅπου οἱ ζωγράφοι γράφουσιν. Ἁγίας Ζωγράφῳ»: ὡσαύτως πινακίδιον πρὸς γραφήν, δελτίον, Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 671, Λουκ. π. Ἀπαίδ. 15. ΙΙ. διαθήκη, Συλλ. Ἐπιγρ. 3912, πρβλ. 3919.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
tablette en buis pour écrire.
Étymologie: πύξος.

Greek Monotonic

πυξίον: τό, πίνακας γραφής από ξύλο θάμνου, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυξίον -ου, τό [πύξος] (bukshouten) plankje (om op te schrijven).

Russian (Dvoretsky)

πυξίον: τό самшитовая (писчая) дощечка Arph., Luc.

Middle Liddell

πυξίον, ου, τό,
a tablet of box-wood, Luc. [from πυξίς