σάρκειος

Revision as of 21:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

α, ον,    A fleshy, Ps.-Alex.Aphr. in Metaph.542.23.

Greek Monolingual

-εία, -ον, Α σάρξ, σαρκός]
αυτός που αποτελείται από σάρκα, από κρέας, ο κρεάτινος.