σιδηρόπους

Revision as of 22:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ουν, gen. ποδος,    A iron-footed, ἵπποι Nonn.D.29.212.

German (Pape)

[Seite 879] οδος, eisenfüßig, ἵπποι, Nonn. 29, 212.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόπους: ουν, ὁ ἔχων τοὺς πόδας σιδηροῦς, ἵπποι Νόνν. Δ. 29. 206.

Greek Monolingual

-ουν, Μ
αυτός που έχει σιδερένια πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -πους (< ποῦς, ποδός), πρβλ. χαλκό-πους].