σαγηνευτήρ

Revision as of 22:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,    A one who fishes with the σαγήνη: hence, of a comb, πλατὺς τριχῶν σ. AP6.211 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 857] ῆρος, ὁ, = Folgdm; Leon. Tar. 5 (VI, 211) nennt den Kamm τὸν πλατὺν τριχῶν σαγηνευτῆρα.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰγηνευτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἁλιεύων διὰ σαγήνης· ἐνυεῦθεν ἐπὶ τοῦ κτενίου, πλατὺς τριχῶν σαγ. Ἀνθ. Π. 6, 211.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
c. σαγηνεύς.
Étymologie: σαγηνεύω.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
αυτός που αλιεύει με το δίχτυ σαγήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαγηνεύω + επίθημα -τήρ (πρβλ. πυρσευ-τήρ, ταριχευ-τήρ)].

Greek Monotonic

σᾰγηνευτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που ψαρεύει με δίχτυα, ψαράς, αλιέας· λέγεται επίσης για το χτένι, για τη τσατσάρα, τριχῶν σαγηνευτήρ, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σᾰγηνευτήρ, -ῆρος, ὁ [σαγηνεύω] sleepnetvisser; overdr.. τριχῶν σ. sleepnetvisser voor haren (= kam) AP 6.211.5.

Middle Liddell

[from σᾰγηνεύω]
one who fishes with a drag-net, of a comb, τριχῶν σαγ. Anth., Plut.