σιμοτράχηλος

Revision as of 22:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ᾰ], ον,    A with concave neck, so that the face is turned upwards, Tz.H. 11.100.

Greek (Liddell-Scott)

σῑμοτράχηλος: -ον, = σιμαύχην, Τζέτζ. Ἱστ. 11. 100.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει τράχηλο κυρτό προς τα εμπρός ώστε το πρόσωπό του να είναι σηκωμένο προς τα επάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιμός «πλακουτσομύτης, ανωφερής» + τράχηλος (πρβλ. σκληρο-τράχηλος)].