σιτοπομπός

Revision as of 22:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A transporter of corn, σειτ. ἀπὸ τῆς Αἰγύπτου Ephes.3p.106No.16.

Greek (Liddell-Scott)

σιτοπομπός: ὁ, ὁ μεταφέρων σῖτον, Μ. Φιλῆς τ. Β΄, σ. 171, ἔκδ. Mil. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 201.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
αυτός που μεταφέρει σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + πομπός «οδηγός, μεταφορέας»].