σιτοφάγος

Revision as of 22:22, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

(parox.), ον,    A eating corn or bread, Od.9.191, Hdt.4.100, Hecat.335 J.

German (Pape)

[Seite 886] Weizen, Getreide, Brot essend; Od. 9, 191; Her. 4, 109; gew. Bezeichnung der Menschen, wie σῖτον ἔδοντες, Luc. Alex. 15.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων σῖτον ἢ ἄρτον, Ὀδ. Ι. 191, Ἡρόδ. 4. 109, - κοινὸν ἐπίθετον τῶν ἀνθρώπων, ὡς τὸ σῖτον ἔδοντες, ἀντίθετον τῷ ὀψοφάγος, Κλήμ. Ἀλ. 202.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange du pain.
Étymologie: σῖτος, φαγεῖν.

Greek Monolingual

-α, -ο / σιτοφάγος, -ον, ΝΑ, και σιτηφάγος, -ον, Α
αυτός που τρώει σιτάρι (α. «σιτοφάγα έντομα» β. «γῆς τε ἐργάται καὶ σιτοφάγοι», Ηρόδ.)
αρχ.
αυτός που τρέφεται με ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -φάγος].

Greek Monotonic

σῑτοφάγος: [ᾰ], -ον, αυτός που τρώει δημητριακά ή ψωμί, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

σῑτοφάγος: (ᾰ) питающийся хлебом Hom., Her. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτοφάγος -ον [σῖτος, φαγεῖν] graanetend, broodetend.

Middle Liddell

σῑτο-φά˘γος, ον,
eating corn or bread, Od., Hdt.