σκωπαῖος

Revision as of 22:27, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

v.l. σκοπ-, ὁ, among the Sybarites, a    A dwarf, Timae. ap. Ath.12.518e; cf. στίλπων.

German (Pape)

[Seite 909] ὁ, bei den Sybariten ein Zwerg, sonst στίλπωνες, Ath. XII, 518 f.

Greek (Liddell-Scott)

σκωπαῖος: ὁ, παρὰ τοῖς Συβαρίταις, νᾶνος, Τίμων παρ’ Ἀθην. 518Ε· ὡσαύτως στίλπωνστίλβων. (Πιθ. ἐκ τοῦ σκώπτω).

Greek Monolingual

και, κατά δ. γρφ., σκοπαῑος, ὁ, Α
(στους Συβαρίτες) ο νάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. από το ρ. σκώπτω.