στοματουργός

Revision as of 23:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

όν,    A word-making, γλῶσσα Ar.Ra.826.

German (Pape)

[Seite 948] mit dem Munde arbeilend und dadurch sein Brot verdienend, Mauldrescher, Ar. Ran. 825, adjectivisch.

Greek (Liddell-Scott)

στομᾰτουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ποιῶν λέξεις, γλῶσσα Ἀριστοφ. Βάτρ. 826.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
artisan de paroles, beau diseur.
Étymologie: στόμα, ἔργον.

Greek Monolingual

-όν, Α
φρ. «στοματουργὸς γλῶσσα» — αυτή που πλάθει λέξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα, -ατος + -ουργός (< ἔργον)].

Greek Monotonic

στομᾰτουργός: -όν (*ἔργω), γλωσσοπλάστης, αυτός που δημιουργεί νέες λέξεις, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στοματουργός -όν [στόμα, ἔργον] woorden producerend, kletsend:. γλῶσσα tong Aristoph. Ran. 826.

Russian (Dvoretsky)

στομᾰτουργός: болтающий, мелющий без умолку (γλῶσσα Arph.).

Middle Liddell

στομᾰτ-ουργός, όν [*ἔργω
word-making, Ar.