συμπερασμός

Revision as of 23:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A f.l. for συμπέρασμα, Artem. 3.58.

German (Pape)

[Seite 986] ὁ, = συμπέρασμα, Artemid. 3, 58.

Greek (Liddell-Scott)

συμπερασμός: ὁ, = συμπέρασμα, Ἀρτεμίδ. 3. 58.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ συμπεραίνω
συμπέρασμα
νεοελλ.
φρ. «κατά συμπερασμό» — κατά υποκειμενική κρίση, κατά εικασία.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ συμπεραίνω
συμπέρασμα
νεοελλ.
φρ. «κατά συμπερασμό» — κατά υποκειμενική κρίση, κατά εικασία.