συνδιαθερμαίνω

Revision as of 23:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A warm thoroughly together, Hp.Morb.1.24.

German (Pape)

[Seite 1007] mit od. zugleich durchwärmen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαθερμαίνω: διαθερμαίνω ὁμοῦ, Ἱππ. 458. 10.

Greek Monolingual

ΜΑ διαθερμαίνω
θερμαίνω κάτι σε όλη του τη μάζα μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διαθερμαίνω tegelijk door en door verwarmen.